- σπουδαιοτέρως
- скорее, поспешнее.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
σπουδαιοτέρως — σπουδαῑοτέρως , σπουδαῖος in haste adverbial comp σπουδαῑοτέρως , σπουδαῖος in haste masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՓՈՒԹԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 0958 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c մ. σπουδῇ, ἑν σπουδῇ, μετὰ σπουδῆς, σπουδαιοτέρως, εὑθέως, ταχύ studiose, statim, confestim, cito συντόμως concise, breviter. Փութով. փութանակի. անդանդաղ. եւ Ի կարճոյ. ʼի մօտոյ. *Գնաց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)